ὀπωρικά

ὀπωρικά
ὀπωρικός
of fruit
neut nom/voc/acc pl
ὀπωρικά̱ , ὀπωρικός
of fruit
fem nom/voc/acc dual
ὀπωρικά̱ , ὀπωρικός
of fruit
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλαμωτός — ή, ό (Μ καλαμωτός, ή, όν) [καλαμώ] νεοελλ. 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμια, ο καλαμένιος («καλαμωτή καλύβα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καλαμωτή α) πλέγμα από καλάμια, το οποίο περιβάλλει, περιζώνει κάτι β) καλαμένιος φράκτης κήπων που… …   Dictionary of Greek

  • κανθαρίδα — (Lytta vescicatoria). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των μηλοϊδών. Ζει σε πολυάριθμες ομάδες, κατοικώντας κυρίως σε μελιές, κουφοξυλιές και άλλα φυτά, τρεφόμενο από το φύλλωμά τους. Το σώμα του είναι επίμηκες (γύρω στα 20 χιλιοστά) και… …   Dictionary of Greek

  • οπωριαίος — ὀπωριαῑος, αία, ον (Α) 1. φθινοπωρινός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπωριαῑα τα φρούτα, τα οπωρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. ωρ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • σιφνός — Νησί των Κυκλάδων, N.A. της Σερίφου και Β.Δ. της Μήλου (έκταση 73,18 τ. χλμ., κάτ. 1960). Η Σ. έχει έδαφος ορεινό, με υψηλότερες κορυφές τον Προφήτη Ηλία (649 μ.) και τον Άγιο Συμεών (500 μ.). Το έδαφός της αποτελείται από πετρώματα γρανίτη,… …   Dictionary of Greek

  • τρωγάλια — τα, ΝΑ οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ τού τρώγω* + κατάλ. άλια, πληθ. τού άλιον (πρβλ. τροφ άλιον)] …   Dictionary of Greek

  • τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν …   Dictionary of Greek

  • φρυγία — Ιστορική περιοχή της Τουρκίας στο μικρασιασιατικό υψίπεδο, του οποίου αποτελεί το δυτικό τμήμα. Στην αρχαιότητα η ονομασία Φρυγία υποδήλωνε μια ζώνη πιο εκτεταμένη από τη σημερινή, η οποία εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ (το σημερινό Κιζίλιρμακ)… …   Dictionary of Greek

  • Αμάσεια — Αρχαία πόλη του Πόντου και σύγχρονη της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.520 τ. χλμ., 384.200 κάτ. το 2002), στη σιδηροδρομική γραμμή Σίβα Σαμψούντας, σε απόσταση 345 χλμ. από την Άγκυρα. Τη διαρρέει o ποταμός Ίρις (Γεσιλιρμάκ).… …   Dictionary of Greek

  • Βαντούζ — (Vaduz). Πόλη (5.106 κάτ. το 1999), πρωτεύουσα του πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν, κοντά στον Ρήνο, στα σύνορα του πριγκιπάτου με την Ελβετία. Η Β. βρίσκεται στο κέντρο μιας γεωργικής περιοχής, τα σπουδαιότερα προϊόντα της οποίας είναι σιτηρά,… …   Dictionary of Greek

  • Ερεικούσσα — Μικρό νησί (8 τ. χλμ., 698 κάτ.) σε απόσταση 8 περίπου ναυτικών μιλίων ΒΔ της Κέρκυρας. Τα βόρεια παράλιά της αποτελούν το βορειότερο άκρο της Ελλάδας στο Ιόνιο πέλαγος. Το νησί λέγεται και Ερούξα και οι κάτοικοι του Ρουξιώτες και Ρικουσιώτες. Το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”